ποιητρίας

ποιητρίας
ποιητρίᾱς , ποιήτρια
poetess
fem acc pl
ποιητρίᾱς , ποιήτρια
poetess
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Σιλανίων — Αθηναίος γλύπτης του 4ου αι. π.Χ. Ανήκε στην αττική σχολή της πλαστικής παρόλο που από ό,τι φαίνεται η οικογένεια του είχε έρθει στην Αθήνα από τα Μέγαρα. Σύμφωνα με μαρτυρίες του Πλίνιου, ήταν αυτοδίδακτος. Από τα έργα του εκείνο που χρησίμευσε… …   Dictionary of Greek

  • Τανάγρα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 230 μ.), στην πρώην επαρχία Θηβών, του νομού Βοιωτίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα της επαρχίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (28 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και ένας μεγαλύτερος οικισμός, η Παναγία (υψόμ. 155 μ.). Η …   Dictionary of Greek

  • τανάγρα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 230 μ.), στην πρώην επαρχία Θηβών, του νομού Βοιωτίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα της επαρχίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (28 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και ένας μεγαλύτερος οικισμός, η Παναγία (υψόμ. 155 μ.). Η …   Dictionary of Greek

  • Ακτή Ελεφαντοστού — Κράτος της δυτικής Αφρικής.Συνορεύει στα Α με την Γκάνα, στα Β με την Μπουρκίνα Φάσο (ΒΑ) και το Μάλι (ΒΔ), στα Δ με τη Γουινέα (ΒΔ) και τη Λιβερία (ΝΔ), ενώ στα Ν βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό.Τα σύνορα της Δημοκρατίας της Α.Ε. δεν… …   Dictionary of Greek

  • Αλέπης, Κούλης — (Αρεόπολη Μάνης 1903 – 1986). Λογοτέχνης. Σπούδασε στη φιλοσοφική και τη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, σταδιοδρόμησε όμως ως δημόσιος υπάλληλος στο υπουργείο Οικονομικών. Παράλληλα, ασχολήθηκε με τη λογοτεχνία. Έγραψε ποιήματα, ενώ… …   Dictionary of Greek

  • Άραβες — Ομάδα λαών που κατοικούν στην Ασία και την Αφρική, υπάρχουν όμως και μετανάστες και σε άλλες περιοχές του πλανήτη μας. Το όνομα Ά. αποδίδεται σε όλους όσοι έχουν μητρική γλώσσα την αραβική και όχι μόνο, όπως θα μπορούσε να υποτεθεί, στους… …   Dictionary of Greek

  • Αχμάτοβα, Άννα Αντρέγεβνα — (Οδησσός 1889 – Μόσχα 1966). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο της Ρωσίδας ποιήτριας Α. Α. Γκορένκο. Προσχώρησε το 1912 στην ομάδα των ακμεϊστών, οι οποίοι, αντίθετοι στον συμβολισμό, αναζητούσαν μια ανανεωμένη σαφήνεια στην ποίηση, με το να αποδέχονται,… …   Dictionary of Greek

  • Βότση, Όλγα — (Πειραιάς 1922 –). Λογοτεχνικόψευδώνυμο της ποιήτριας και μεταφράστριας Όλγας Μπούκη Πλάτη. Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και μετεκπαιδεύτηκε στο πανεπιστήμιο της Βόνης (ιστορία της τέχνης και γερμανική φιλολογία).… …   Dictionary of Greek

  • Γαλάζη, Πίτσα — (Λεμεσός 1940 –). Φιλολογικό ψευδώνυμο της Κύπριας, ποιήτριας και δημοσιογράφου Πίτσας Μόρτη. Σπούδασε πολιτικές επιστήμες και κοινωνιολογία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και μετεκπαιδεύτηκε στις δημόσιες σχέσεις. Σταδιοδρόμησε ως σύμβουλος δημοσίων… …   Dictionary of Greek

  • Δάφνη, Αιμιλία — (Μασσαλία 1887 – Αθήνα 1941). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο της ποιήτριας και πεζογράφου Αιμιλίας Ζωιοπούλου. Υπήρξε σύζυγος του επίσης ποιητή Θρασύβουλου Ζωιόπουλου (Στέφανου Δάφνη, βλ. λ.).Έγραψεθεατρικά μονόπρακτα, μεταξύ των οποίων και το βραβευμένο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”